ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΑ

ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ
Λέγοντας καταρράκτη εννοούμε τη θόλωση του φυσικού φακού του ματιού. Δεν προλαμβάνεται ούτε και θεραπεύεται με φάρμακα. Τα κύρια συμπτώματα εμφάνισης του καταρράκτη είναι η μειωμένη μακρινή ή κοντινή όραση (θάμπωμα), μονόφθαλμη διπλωπία, εξασθενημένη αντίληψη χρωμάτων (ελάττωση κοντράστ).
 
Η θεραπεία του καταρράκτη είναι χειρουργική. Η επέμβαση αποφασίζεται και προγραμματίζεται όταν η όραση του ασθενούς αρχίζει να μειώνεται, χωρίς να είναι απαραίτητο πλέον να «ωριμάσει» ο καταρράκτης. Η ενδεδειγμένη τεχνική είναι η φακοθρυψία, εξαίρεση και τεμαχισμός του φακού με τη βοήθεια των υπερήχων. Από μια τομή 2,2 - 2,75 χιλιοστά ο πυρήνας του καταρρακτικού φακού θρυμματίζεται μηχανικά σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία στη συνέχεια απορροφούνται.
 
Στη συνέχεια, μετά την εξαίρεση του θολωμένου φακού τοποθετείται στην εξωτερική του μεμβράνη (περιφάκιο) τεχνητός φακός πλαστικός - ενδοφακός με σκοπό την αποκατάσταση της όρασης. Η διαδικασία της επέμβασης γίνεται με τοπική αναισθησία με ενστάλαξη σταγόνων, δεν απαιτείται νοσηλεία και μετά την επέμβαση ο ασθενής μπορεί να φύγει με οδηγίες και μετεγχειρητική θεραπεία. Η αποκατάσταση της όρασης γίνεται σταδιακά στα πρώτα εικοσιτετράωρα. Κάποιες φορές μπορεί να υπάρξει μετεγχειρητικός αστιγματισμός από την τομή της επέμβασης, ωστόσο, συνήθως σε σύντομο χρονικό διάστημα παρέρχεται.
 
Σήμερα, υπάρχουν διάφορα είδη ενδοφακών που επιτρέπουν στον ασθενή να βλέπει ανάλογα με την επιθυμία που εξέφρασε, είτε κοντά, είτε ενδιάμεσα, είτε τέλος μακριά.
 
Στην εξέλιξή τους οι ενδοφακοί με την εφαρμογή των πολυεστιακών ή τορικών ενδοφακών μετατρέπουν πλέον την επέμβαση του καταρράκτη σε διαθλαστική επέμβαση.
 
 
ΚΕΡΑΤΟΚΩΝΟΣ
Είναι η κατάσταση του κερατοειδή στην οποία χάνεται το φυσιολογικό του σχήμα, γίνεται σταδιακά κωνικός και λεπταίνει.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραμορφώνεται η επιφάνειά του. Σαν σύμπτωμα εμφανίζεται η θόλωση της όρασης και ο αυξανόμενος αστιγματισμός και μυωπία, χωρίς όμως να υπάρχει ικανοποιητική όραση ακόμη και με την εφαρμογή διορθωτικών γυαλιών.
 
Η διάγνωση γίνεται με εξειδικευμένες εξετάσεις -τοπογραφία κερατοειδούς- που καταδεικνύει ανωμαλία στην επιφάνεια του οφθαλμού και με παχυμετρία που καταδεικνύει λέπτυνση και βοηθάει πάρα πολύ στη θεραπευτική παρέμβαση.
Η αξία της τοπογραφίας έγκειται στην απεικόνιση της θέσης (ύψος και πλάτος) της κερατεοειδικής ανωμαλίας, αλλά και στην παρακολούθηση της εξέλιξης του κερατόκωνου.
 
Η αντιμετώπιση του κερατόκωνου, πέρα από τα γυαλιά και τους ειδικούς κερατοκωνικούς φακούς, στη σύγχρονη οφθαλμολογία έχει να κάνει με τη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου στα αρχικά στάδια, ώστε να αναστέλλεται η εξέλιξή της.

Οι επεμβάσεις που γίνονται:
Διασύνδεση κολλαγόνου κερατοειδούς. UVA Collagen Crosslinking. Με αυτή την μέθοδο καταφέρνουμε ουσιαστικά το πάγωμα του κερατόκωνου. Με την ενστάλαξη της βιταμίνης Β1 ριβοφλαβίνης στην επιφάνεια του κερατοειδούς και με ταυτόχρονη επίδραση φωτός συγκεκριμένου μήκους κύματος και ενέργειας, ο κερατοειδής σκληραίνει και διατηρεί την καμπυλότητά του στο χρόνο.
Με αυτόν τον τρόπο, εύκολα και γρήγορα, επιτυγχάνεται η σταθεροποίηση του κερατόκωνου. Η εφαρμογή της θεραπείας ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία μιας ώρας περίπου. Αξιοσημείωτο είναι, ότι πολλές φορές από μόνη της αυτή η θεραπεία δεν είναι ικανή να βελτιώσει την οπτική οξύτητα, και αυτό γιατί οι ασθενείς προσέρχονται στον οφθαλμίατρο με προχωρημένο κερατόκωνο. Η εφαρμογή της συγκεκριμένης ακτινοβολίας (UVA) γίνεται αφού γίνει απόξεση του επιθηλίου του κερατοειδούς και το τραύμα το οποίο δημιουργείται, αντιμετωπίζεται με θεραπευτικό φακό, ο οποίος αφαιρείται μετά 3-5 ημέρες.

Ενδοστρωματικοί Δακτύλιοι Κερατοειδούς, πρόκειται για δύο μικροσκοπικά ενθέματα που τοποθετούνται στην περιφέρεια του κερατοειδούς, εκτός οπτικής ζώνης σε ειδικές θέσεις, πετυχαίνοντας τη μηχανική ενίσχυση των ινιδίων του κολλαγόνου του στρώματος του κερατοειδή. Μέσα σε 10-15 λεπτά και με τη χρήση τοπικών αναισθητικών σταγόνων επιτυγχάνεται η ομαλότητα του κερατοειδούς. Η διαδικασία αυτή είναι αναστρέψιμη και η αφαίρεσή της είναι πιο εύκολη.
 
Κερατοπλαστική.

Σε περιπτώσεις προχωρημένου κερατόκωνου αντικαθίσταται το κεντρικό τμήμα του κερατοειδή που πάσχει με μόσχευμα από υγιή δότη. Η επέμβαση πραγματοποιείται με χρήση τοπικής αναισθησίας και η διάρκειά της κυμαίνεται από μία μέχρι μιάμιση ώρα. Ο νέος κερατοειδής συρράπτεται στον υπόλοιπο περιφερειακό κερατοειδή του ασθενούς με τη βοήθεια λεπτών ραμμάτων. Ο ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του την ίδια μέρα, η οπτική οξύτητα βελτιώνεται σταδιακά και χρειάζεται μετεγχειρητική θεραπεία για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι επειδή ο κερατοειδής είναι ανάγγειος ιστός η πιθανότητα να απορριφθεί το μόσχευμα είναι πολύ μικρή.

Η.Ε.Ω
ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΕΚΦΥΛΙΣΗ ΩΧΡΑΣ ΚΗΛΙΔΑΣ ΥΓΡΗΣ ΜΟΡΦΗΣ
Βλάπτει την όραση λόγω δημιουργίας νέων εύθραυστων αγγείων, τα οποία αναπτύσσονται και διαρρέουν στο πίσω μέρος του ματιού, επηρεάζοντας την όραση. Η εκφύλιση της ωχράς πλήττει την περιοχή του ματιού που επιτρέπει να βλέπουμε λεπτομέρειες στο κέντρο της όρασης. Εξελίσσεται ταχέως χωρίς θεραπεία,  η απώλεια της όρασης μπορεί πολύ γρήγορα να επηρεάσει την ποιότητα όρασης, άρα και την ποιότητα ζωής στις καθημερινές δραστηριότητες ψώνια, οδήγηση. Το επίπεδο
κινδύνου σχετίζεται με το διάστημα που το πάσχον άτομο έχει διαβήτη, καθώς, επίσης, και το πόσο καλά ρυθμίζεται η γλυκόζη του αίματος. Η διάγνωση του διαβ. οιδήματος ωχράς γίνεται με τη βυθοσκόπηση, την τοπογραφία οπτικής συνοχής (OCT) και την αγγειογραφία φλουροσκείνης.
 
ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ ΩΧΡΑΣ ΚΗΛΙΔΑΣ
Είναι μια συχνή διαταραχή του αμφ/δούς και κύρια αιτία τύφλωσης στον πληθυσμό παραγωγικής ηλικίας. Το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας είναι συνέπεια της διαβητικής αμφ/θειας και επηρεάζει περίπου το 7% των ατόμων με διαβήτη (πάνω από 24 εκατ. άτομα παγκοσμίως). Όλα τα άτομα με διαβήτη –τύπου Ι  και τύπου ΙΙ– διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης διαβητικού οιδήματος ωχράς κηλίδος.
Αφορά βλάβη στο πίσω μέρος του οφθαλμού, όπου παρατηρείται διαρροή υγρού στο κέντρο του αμφ/δους, το οίδημα θολώνει την όραση και χάνονται οι λεπτομέρειες. Σε ένα ποσοστό 70% εμφανίζεται αμφοτερόπλευρα.
 
ΕΝΔΟΥΑΛΟΕΙΔΙΚΕΣ ΕΓΧΥΣΕΙΣ
Τόσο το διαβητικό οίδημα της ωχράς, όσο και η ηλικιακή εκφύλιση ωχράς (υγρής μορφής) αντιμετωπίζονται με ενδουαλοειδικές εγχύσεις με αντιαγγειακό ενδοθηλιακό αυξητικό παράγοντα (αντι VEGF).
Οι εν λόγω θεραπείες δεν θεραπεύουν, αλλά επιβαρύνουν την εξέλιξη της απώλειας της όρασης. Η διαδικασία γίνεται σε χειρουργικό περιβάλλον, προς αποφυγήν μολύνσεων με ειδική σύριγγα-βελόνα και ο ασθενής αποχωρεί την ίδια στιγμή.
Κάποια ερυθρότητα στο μάτι είναι φυσιολογική, ενώ μπορεί να παρατηρηθούν «σκιές» ή «κηλίδες» στην όραση, οι οποίες σταδιακά υποχωρούν.